astounded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | astounded |
συγκριτικός | more astounded |
υπερθετικός | most astounded |
astounded (en)
- κατάπληκτος
- ↪ I’m astounded by what happened.
- Είμαι κατάπληκτος μ' ό,τι συνέβη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonished
- ↪ I’m astounded by what happened.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
astounded (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- astounded - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 428. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάπληκτος