balık
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- balık < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بالق (balık)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | balık | balıklar |
γενική | balığın | balıkların |
δοτική | balığa | balıklara |
αιτιατική | balığı | balıkları |
τοπική | balıkta | balıklarda |
αφαιρετική | balıktan | balıklardan |
balık (tr)
- το ψάρι
- balık var mı? - έχετε ψάρι;
- onlar balık tutmak istiyorlar - αυτοί θέλουν να πάρουν ψάρι