battant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- battant < battre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
battant | battants |
battant (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
battant | battants |
battant (fr) αρσενικό