battant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- battant < battre
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
battant | battants |
battant (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
battant | battants |
battant (fr) αρσενικό