canna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- canna < αρχαία ελληνικά κάννα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
canna θηλυκό
- μικρό και λεπτό καλάμι
- (συνεκδοχικά) (οτιδήποτε έχει το σχήμα ή φτιάχνεται από καλάμι) σωλήνας, αυλός
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | canna | cannae |
γενική | cannae | cannārum |
δοτική | cannae | cannīs |
αιτιατική | cannam | cannās |
κλητική | canna | cannae |
αφαιρετική | cannā | cannīs |