carro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carro (it)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carro | carros |
carro (pt) αρσενικό
- το αυτοκίνητο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de carro - (ταξιδεύοντας, πηγαίνοντας) με το αυτοκίνητο