cascadeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kas.ka.dœːʁ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cascadeur < cascader
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cascadeur | cascadeurs |
θηλυκό | cascadeuse | cascadeuses |
cascadeur (fr) αρσενικό
- (οικείο) ή (παρωχημένο) χαρακτηριστικός ελαφρών ηθών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cascadeur | cascadeurs |
θηλυκό | cascadeuse | cascadeuses |
cascadeur (fr) αρσενικό
- ακροβάτης που εκτελεί σειρά πτώσεων ή πηδημάτων, συνήθως σαν μέλος ομάδας
- ο κασκαντέρ
- (κατʼ επέκταση) που ψάχνει τον κίνδυνο, το ρίσκο, συνήθως στο σπορ