certo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- certo < certus
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
certo (la) (certō1, certāvi, certātum, certāre)
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (certo, certavi, certatum, certare)
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
certo (it)
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | certo | certos |
θηλυκό | certa | certas |
certo (pt)