certo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
certo < certus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈker.toː/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

certo (la) & certe

certo (la) (certō1, certāvi, certātum, certāre)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

certo (it)



Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό certo certos
θηλυκό certa certas

certo (pt)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]