conclave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Conclave

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conclave (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conclave conclaves

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conclave (fr) αρσενικό


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

conclave < con + clave < clavis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conclave ουδέτερο

  1. αίθουσα ή δωμάτιο (κλειδωμένο με κλειδί/clavis)
  2. κλειστός/κλειδωμένος χώρος
  3. αίθουσα συνεστιάσεων
  4. (λέξη της εκκλησιαστικής λατινικής) συνέλευση αξιωματούχων
  5. (λέξη της εκκλησιαστικής λατινικής) κονκλάβιο, κογκλάβιο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική conclave conclavia
γενική conclavis conclavium
δοτική conclavī conclavibus
αιτιατική conclave conclavia
κλητική conclave conclavia
αφαιρετική conclavi conclavibus
(γ' κλίση)