conclave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conclave (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conclave | conclaves |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conclave (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
conclave < con + clave < clavis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conclave ουδέτερο
- αίθουσα ή δωμάτιο (κλειδωμένο με κλειδί/clavis)
- κλειστός/κλειδωμένος χώρος
- αίθουσα συνεστιάσεων
- (λέξη της εκκλησιαστικής λατινικής) συνέλευση αξιωματούχων
- (λέξη της εκκλησιαστικής λατινικής) κονκλάβιο, κογκλάβιο