construct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
construct | constructs |
- ΔΦΑ : /ˈkɒn.stɹʌkt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈkɑn.stɹʌkt/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
construct (en)
- κατασκευή, κατασκεύασμα
- κάτι που έχει κατασκευαστεί από διαφορετικά κομμάτια ή εξαρτήματα
- (προγραμματισμός) εντολή σε κώδικα γλώσσας προγραμματισμού που αποτελείται από περισσότερες εντολές, όπως οι βρόχοι (loops), οι εντολές υπό συνθήκη (conditional statements), οι κλάσεις, κλπ
- δείτε επίσης: Language construct στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (προγραμματισμός) όταν αναφέρεται σε δεδομένα, η δομή δεδομένων (data structure)
Προφορά 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | construct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constructs |
αόριστος | constructed |
παθητική μετοχή | constructed |
ενεργητική μετοχή | constructing |
- ΔΦΑ : /kənˈstɹʌkt/ (βρετανικό), (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
construct (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
construct στην αγγλική Βικιπαίδεια