costa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
costa (it)
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
costa (ca) θηλυκό
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- costa < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
costa (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | costa | costae |
γενική | costae | costārum |
δοτική | costae | costīs |
αιτιατική | costam | costās |
κλητική | costa | costae |
αφαιρετική | costā | costīs |
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
costa (ro)