courtisan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courtisan < (άμεσο δάνειο) ιταλική cortigiano < corte, αυλή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuʁ.ti.zɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtisan | courtisans |
θηλυκό | courtisane | courtisanes |
courtisan (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtisan | courtisans |
θηλυκό | courtisane | courtisanes |
courtisan (fr)