Μετάβαση στο περιεχόμενο

cultură

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cultură (ro) θηλυκό

  1. η καλλιέργεια
  2. ο πολιτισμός, η κουλτούρα
  3. η μόρφωση, η καλλιέργεια, η παιδεία
    om de cultură - καλλιεργημένος άνθρωπος
    cultură generală - γενική παιδεία