dais
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dais | dais |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dais (fr) αρσενικό
- ο ουρανός έδρας, θρόνου, κρεβατιού
- (θρησκεία) ο αήρ, με τον οποίο σκεπάζει ο ιερέας το Άγιο Ποτήριο
- θόλος πάνω από άγαλμα