dispel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dispel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dispellen < λατινική dispellere[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dispel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dispels |
αόριστος | dispelled |
παθητική μετοχή | dispelled |
ενεργητική μετοχή | dispelling |
dispel (en)
- διασκορπίζω, διαλύω
- the sun's rays dispelled the clouds - οι ακτίνες του ηλίου διέλυσαν τα σύννεφα
- απομακρύνω, διώχνω (φόβο, υποψία)
- her fears of having been cheated were dispelled when he proposed to her - οι φόβοι της πως είχε απατηθεί απομακρύνθηκαν όταν της έκανε πρόταση γάμου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispel | dispels |
dispel (en)