dyskusja
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dyskusja | dyskusje |
γενική | dyskusji | dyskusji(/dyskusyj) |
δοτική | dyskusji | dyskusjom |
αιτιατική | dyskusję | dyskusje |
οργανική | dyskusją | dyskusjami |
τοπική | dyskusji | dyskusjach |
κλητική | dyskusjo | dyskusje |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɨsˈku.sja/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dyskusja (pl) θηλυκό
- η συζήτηση για ένα θέμα