dément
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dément | déments |
θηλυκό | démente | démentes |
dément (fr)
- τρελός
- παράλογος, παλαβός, θεότρελος
- (οικείο) εκπληκτικός, φανταστικός, φοβερός
- ↪ ce vin est dément ! - αυτό το κρασί είναι εκπληκτικό
- (ψυχιατρική) παράφρων
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dément | déments |
θηλυκό | démente | démentes |
dément (fr)