easy
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
easy
(en)
εύκολος
an
easy
test - ένα
εύκολο
διαγώνισμα
εύκολος
,
εύκολη
, που συναινεί εύκολα στο να κάνει σεξ
ήσυχος
, χωρίς έγνοιες
to sleep
easy
at night
άνετος
an
easy
chair
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Επίθετα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Azərbaycanca
বাংলা
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
English
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Հայերեն
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
മലയാളം
Bahasa Melayu
Malti
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
संस्कृतम्
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Gagana Samoa
Српски / srpski
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Tagalog
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Walon
中文