easy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

easy (en)

  1. εύκολος
    an easy test - ένα εύκολο διαγώνισμα
  2. εύκολος, εύκολη, που συναινεί εύκολα στο να κάνει σεξ
  3. ήσυχος, χωρίς έγνοιες
    to sleep easy at night
  4. άνετος
    an easy chair