easy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός easy
συγκριτικός easier
υπερθετικός easiest

easy (en)

  1. εύκολος, όχι δύσκολο· που γίνεται ή αποκτάται χωρίς πολύ κόπο ή προβλήματα
    an easy test - ένα εύκολο διαγώνισμα
    He tried to make things easy for me.
    Προσπάθησε να με διευκολύνει.
    Various electric devices make things easier for the housewife.
    Οι διάφορες ηλεκτρικές συσκευές διευκολύνουν τη νοικοκυρά.
    A very easy life makes a man soft.
    H μεγάλη καλοπέραση κάνει τον άνθρωπο μαλθακό.
  2. εύκολος, εύκολη, που συναινεί εύκολα στο να κάνει σεξ
  3. ήσυχος, χωρίς έγνοιες
  4. άνετος
    an easy chair - μια άνετη/βολική καρέκλα

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός easy
συγκριτικός easier
υπερθετικός easiest

easy (en)

  1. με το μαλακό, χρησιμοποιείται για να πει σε κάποιον να είναι προσεκτικός όταν κάνει κάτι
    Easy, we are not in a hurry!
    Με το μαλακό, δεν βιαζόμαστε!
    Easy, buddy/mate (=don’t fall)!
    Με το μαλακό, φίλε (=μην πέσεις)!
    He told me to go easy after my operation.
    Μου είπε να πάω με το μαλακό μετά την εγχείρησή μου.
  2. εύκολα, χαλαρώνω και σταματάω να ανησυχώ
    to sleep easy at night - το να κοιμάσαι εύκολα το βράδυ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]