Μονόδρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μονόδρι τα Μονόδρια
      γενική του Μονοδρίου των Μονοδρίων
    αιτιατική το Μονόδρι τα Μονόδρια
     κλητική Μονόδρι Μονόδρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μονόδρι < μονό-• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈno.ðɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μο‐νό‐δρι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μονόδρι ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]