Μουζίλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μουζίλο
      γενική του Μουζίλου
    αιτιατική το Μουζίλο
     κλητική Μουζίλο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μουζίλο < σλαβικής προέλευσης muž (άνδρας, αγρότης) + -ilo (κατάληξη σχηματισμού ονομάτων)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muˈzi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μου‐ζί‐λο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μουζίλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]