Μουρτερή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μουρτερή | οι | Μουρτερές |
γενική | της | Μουρτερής | των | Μουρτερών |
αιτιατική | τη | Μουρτερή | τις | Μουρτερές |
κλητική | Μουρτερή | Μουρτερές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μουρτερή < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muɾ.teˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μουρ‐τε‐ρή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μουρτερή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ακτές της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Ακτές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)