Ταυρωπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταυρωπός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ταυρωπός οι Ταυρωποί
      γενική του Ταυρωπού των Ταυρωπών
    αιτιατική τον Ταυρωπό τους Ταυρωπούς
     κλητική Ταυρωπέ Ταυρωποί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ταυρωπός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.vɾoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ταυ‐ρω‐πός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
Ο ποταμός Ταυρωπός στην Ευρυτανία

Ταυρωπός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]