πάστωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάστωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάστωμα ουδέτερο
- συντήρηση τροφίμων μέσα σε ξύδι ή άλμη· συνήθως τα τρόφιμα έμπαιναν σε σειρές εναλλάξ με το αλάτι μέσα σε ξύλινα βαρέλια ή πήλινα πιθάρια