χαλέπιος πεύκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαλέπιος πεύκη | αἱ | χαλέπιοι πεῦκαι | ||||
γενική | τῆς | χαλεπίου πεύκης | τῶν | χαλεπίων πευκῶν | ||||
δοτική | τῇ | χαλεπίῳ πεύκῃ | ταῖς | χαλεπίοις πεύκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | χαλέπιον πεύκην | τὰς | χαλεπίους πεύκας | ||||
κλητική ὦ! | χαλέπιε πεύκη | χαλέπιοι πεῦκαι | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλέπιος πεύκη (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη χαλέπια πεύκη
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χαλέπιος πεύκη θηλυκό
- (στην καθαρεύουσα)
- (στη νέα ελληνική, λόγιο) λογιότερη μορφή για το χαλέπια πεύκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλέπιος πεύκη
→ δείτε τη λέξη χαλέπια πεύκη |