χαλέπιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλέπιος η χαλέπια
χαλέπιος
το χαλέπιο
      γενική του χαλέπιου
χαλεπίου
της χαλέπιας
χαλεπίου
του χαλέπιου
χαλεπίου
    αιτιατική τον χαλέπιο τη χαλέπια
χαλέπιο
το χαλέπιο
     κλητική χαλέπιε χαλέπια
χαλέπιε
χαλέπιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλέπιοι οι χαλέπιες
χαλέπιοι
τα χαλέπια
      γενική των χαλέπιων
χαλεπίων
των χαλέπιων
χαλεπίων
των χαλέπιων
χαλεπίων
    αιτιατική τους χαλέπιους
χαλεπίους
τις χαλέπιες
χαλεπίους
τα χαλέπια
     κλητική χαλέπιοι χαλέπιες
χαλέπιοι
χαλέπια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλέπιος < Χαλέπ(ι) + -ιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaˈle.pi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λέ‐πι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

χαλέπιος, -α/ος, ο

  • που αναφέρεται, ανήκει στο Χαλέπι της Συρίας, ή αναφέρεται σ' αυτό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)