ενθρόνιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθρόνιση οι ενθρονίσεις
      γενική της ενθρόνισης* των ενθρονίσεων
    αιτιατική την ενθρόνιση τις ενθρονίσεις
     κλητική ενθρόνιση ενθρονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθρονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενθρόνιση < ενθρονίζω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενθρόνιση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]