essuyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
essuyer (fr) (μεταβατικό)
- στεγνώνω
- il a essuyé ses larmes - στέγνωσε τα δάκρυά του/της
- (κατ’ επέκταση) σκουπίζω, ξεσκονίζω
- il faut essuyer les étagères - πρέπει να ξεσκονίσεις τα ράφια
- (μεταφορικά) υποφέρω κάτι, υφίσταμαι
- l'équipe a essuyé une lourde défaite - η ομάδα υπέστη μια βαρειά ήττα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- essuyer les plâtres - κατοικώ σε νεόχτιστο σπίτι· υφίσταμαι πρώτος τις συνέπειες μιας δυσάρεστης κατάστασης