essuyer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.sɥi.je/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

essuyer (fr) (μεταβατικό)

  1. στεγνώνω
    il a essuyé ses larmes - στέγνωσε τα δάκρυά του/της
  2. (κατ’ επέκταση) σκουπίζω, ξεσκονίζω
    il faut essuyer les étagères - πρέπει να ξεσκονίσεις τα ράφια
  3. (μεταφορικά) υποφέρω κάτι, υφίσταμαι
    l'équipe a essuyé une lourde défaite - η ομάδα υπέστη μια βαρειά ήττα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]