Μετάβαση στο περιεχόμενο

firma

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
firma < firm- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική firmafirmaj
αιτιατική firmanfirmajn

firma (eo)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική firma firmy
γενική firmy firm
δοτική firmie firmom
αιτιατική firmę firmy
οργανική firmą firmami
τοπική firmie firmach
κλητική firmo firmy

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

firma (pl) θηλυκό

  1. η εταιρεία, η επιχείρηση
    w tym roku podpisał umowę z firmą zagraniczną - φέτος υπέγραψε συμφωνία με μια εταιρεία του εξωτερικού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

firma (cs) θηλυκό

  1. η εταιρεία, η επιχείρηση
  2. (οικείο) η ταμπέλα με τον τίτλο επιχείρησης