firma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | firma | firmaj |
αιτιατική | firman | firmajn |
firma (eo)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | firma | firmy |
γενική | firmy | firm |
δοτική | firmie | firmom |
αιτιατική | firmę | firmy |
οργανική | firmą | firmami |
τοπική | firmie | firmach |
κλητική | firmo | firmy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]firma (pl) θηλυκό
- η εταιρεία, η επιχείρηση
- w tym roku podpisał umowę z firmą zagraniczną - φέτος υπέγραψε συμφωνία με μια εταιρεία του εξωτερικού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]firma (cs) θηλυκό
- η εταιρεία, η επιχείρηση
- (οικείο) η ταμπέλα με τον τίτλο επιχείρησης