footing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
footing (en)
- μέρος για να ακουμπήσει το πόδι, σταθερή βάση για να σταθείς
- In ascent, every step gained is a footing and help to the next. (Holder)
- (μεταφορικά) σταθερή βάση εκκίνησης
- As soon as he had obtained a footing at court, the charms of his manner . . . made him a favorite. Thomas Babington Macaulay.
- κατάσταση
- Lived on a footing of equality with nobles. Thomas Babington Macaulay.
- πάτημα, βήμα
- Hark, I hear the footing of a man. Shakespeare
- (σπάνιο') πατημασιά (ίχνος)
- 1590, Edmund Spenser, The Faerie Queene, III.vii:
- The Monster swift as word, that from her went, / Went forth in hast, and did her footing trace [...].
- 1590, Edmund Spenser, The Faerie Queene, III.vii:
- η άθροιση (η ενέργεια) και το άθροισμα μιας στήλης αριθμών
- η ενέργεια με την οποία προσθέτει κάποιος ένα "πόδι" σε κάτι
- είδος δαντέλας
- (αρχιτεκτονική) το πέλμα ενός τοίχου
- (λογιστική) ο επανέλεγχος των αριθμών κάθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
footing (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
footing (it) αρσενικό άκλιτο
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
footing (es)