footing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (en) (μόνο ενικός)
- το πάτημα, η θέση των ποδιών όταν βρίσκονται με ασφάλεια στο έδαφος ή σε κάποια άλλη επιφάνεια
- ⮡ He lost his footing and fell.
- Έχασε το πάτημα του κι έπεσε.
- ⮡ He lost his footing and fell.
- η κατάσταση, η βάση στην οποία ιδρύεται ή λειτουργεί κάτι
- ⮡ The company is now on a sound financial footing.
- Η εταιρεία είναι πλέον σε σταθερή οικονομική κατάσταση.
- ⮡ The company is now on a sound financial footing.
- είδος δαντέλας
- (αρχιτεκτονική) το πέλμα ενός τοίχου
- (λογιστική) ο επανέλεγχος των αριθμών κάθετα
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (fr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (it) αρσενικό άκλιτο
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (es)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ing (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρχιτεκτονική (αγγλικά)
- Λογιστική (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)