Μετάβαση στο περιεχόμενο

footing

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
footing < foot + -ing

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (en) (μόνο ενικός)

  1. το πάτημα, η θέση των ποδιών όταν βρίσκονται με ασφάλεια στο έδαφος ή σε κάποια άλλη επιφάνεια
      He lost his footing and fell.
    Έχασε το πάτημα του κι έπεσε.
  2. η κατάσταση, η βάση στην οποία ιδρύεται ή λειτουργεί κάτι
      The company is now on a sound financial footing.
    Η εταιρεία είναι πλέον σε σταθερή οικονομική κατάσταση.
  3. είδος δαντέλας
  4. (αρχιτεκτονική) το πέλμα ενός τοίχου
  5. (λογιστική) ο επανέλεγχος των αριθμών κάθετα



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fu.tiɳ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (fr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (it) αρσενικό άκλιτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (es)