gener
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gener (ca)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gener < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gener (la) αρσενικό
- (οικογένεια) ο γαμπρός
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gener | generī |
γενική | generī | generōrum |
δοτική | generō | generīs |
αιτιατική | generum | generōs |
κλητική | gener | generī |
αφαιρετική | generō | generīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- gener - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.