go-ahead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
go-ahead | go-aheads |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
go-ahead (en)
- το πράσινο φως, η έγκριση για κάτι
- ↪ I have the go-ahead - έχω το πράσινο φως
- ≈ συνώνυμα: green light, → και δείτε τη λέξη approval