Μετάβαση στο περιεχόμενο

grad

Από Βικιλεξικό
ενικός πληθυντικός
ονομαστική grâd grȁdovi
γενική grâda gradóvā
δοτική grâdu grȁdovima
αιτιατική grâd grȁdove
κλητική grâde grȁdovi
τοπική grádu grȁdovima
οργανική grâdom grȁdovima

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grad (hr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grad (pl) αρσενικό

  1. το χαλάζι
  2. (μαθηματικά) ο βαθμός (το 1/400 των 360 μοιρών γωνίας)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grad (ro)

  1. βαθμός, βαθμίδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grad (sr)

  • λατινική γραφή του град



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grad (sl)