kapitulacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kapitulacja kapitulacje
γενική kapitulacji kapitulacji(/kapitulacyj)
δοτική kapitulacji kapitulacjom
αιτιατική kapitulac kapitulacje
οργανική kapitulac kapitulacjami
τοπική kapitulacji kapitulacjach
κλητική kapitulacjo kapitulacje

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kapitulacja < λατινική capitulare < capitulum

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kapitulacja (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]