légume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
légume | légumes |
légume (fr) αρσενικό
- το λαχανικό, το ζαρζαβατικό
- (μεταφορικά) (οικείο) βαριά άρρωστος, ανθρώπινο φυτό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- une grosse légume - προσωπικότητα, άνθρωπος επιρροής