lemma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lemma (en)
- το λήμμα, η κύρια μορφή μιας λέξης που τίθεται ως τίτλος μιας καταχώρισης σε λεξικό
- (λογική) το λήμμα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lemma < λατινική lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lemma | lemmi |
lemma (it)
- (μαθηματικά) το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
- (γλωσσολογία) λέξη ή φράση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lemma (la)
- μαθηματικά : το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
- γλωσσολογία : λέξη ή φράση
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Μαθηματικά (ιταλικά)
- Γλωσσολογία (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)