lifesaver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lifesaver | lifesavers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vɚ/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : life‐sav‐er
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lifesaver (en)
- ο διασώστης/η διασώστρια
- το σωσίβιο
- (ανεπίσημο, μεταφορικά) η σωτηρία, ο σωτήρας
- (Αυστραλία) ο ναυαγοσώστης/η ναυαγοσώστρια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- lifesaver - Cambridge Dictionary online
- lifesaver - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- lifesaver - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.