module
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
module | modules |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
module (en)
- το δομοστοιχείο, η δομομονάδα
- ↪ όπως το κομμάτι παζλ, το τυποποιημένο στοιχείο προς συνένωση
- ο θαλαμίσκος, η άκατος, η σεληνάκατος
- (πληροφορική) το άρθρωμα, επαναχρησιμοποιήσιμος κώδικας
- (μαθηματικά) πρότυπο
- ↪ If R is a ring, the notion of an R-module generalizes the notion of a vector space over a field.
- Εάν ο R είναι ένας δακτύλιος, η έννοια των R-προτύπων γενικεύει την έννοια των διανυσματικών χώρων πάνω από ένα σώμα.
- ↪ If R is a ring, the notion of an R-module generalizes the notion of a vector space over a field.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
module στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Modules: A Beginner’s Guide. Πρόσβαση 2020-01-13.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
module | modules |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
module (fr) αρσενικό