moronic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/məˈrɒnɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
moronic (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- very foolish
- very stupid