moronic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | moronic |
συγκριτικός | more moronic |
υπερθετικός | most moronic |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/məˈrɒnɪk/
Επίθετο
[επεξεργασία]moronic (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- moronic - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 167, 361. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος