muł
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muł | muły |
γενική | muła | mułów |
δοτική | mułu | mułom |
αιτιατική | muła | muły |
οργανική | mułem | mułami |
τοπική | mule | mułach |
κλητική | mule | muły |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muł (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο, μεταφορικά, υβριστικό) μουλάρι
- (ανατομία) ποντίκι, ο δικέφαλος μυς του βραχίονα