palenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palenie | palenia |
γενική | palenia | paleń |
δοτική | paleniu | paleniom |
αιτιατική | palenie | palenia |
οργανική | paleniem | paleniami |
τοπική | paleniu | paleniach |
κλητική | palenie | palenia |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palenie (pl) ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη palić