palenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική palenie palenia
γενική palenia paleń
δοτική paleniu paleniom
αιτιατική palenie palenia
οργανική paleniem paleniami
τοπική paleniu paleniach
κλητική palenie palenia

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈlɛ̃ɲɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

palenie (pl) ουδέτερο

  1. η ενέργεια του καίω, το κάψιμο
  2. κάπνισμα (τσιγάρου, πίπας κλπ)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  palić