project
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
project | projects |
project (en)
- έργο
- εγχείρημα
- (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) προβολή, τελεστής της σχεσιακής άλγεβρας [1]
- συγγενικά: select, rename operator
Προφορά 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | project |
γ΄ ενικό ενεστώτα | projects |
αόριστος | projected |
παθητική μετοχή | projected |
ενεργητική μετοχή | projecting |
project (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
project στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
Πηγές[επεξεργασία]
- project - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- project - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)