przerwa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | przerwa | przerwy |
γενική | przerwy | przerw |
δοτική | przerwie | przerwom |
αιτιατική | przerwę | przerwy |
οργανική | przerwą | przerwami |
τοπική | przerwie | przerwach |
κλητική | przerwo | przerwy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]przerwa (pl) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- przerwa w życiorysie
- bez przerwy: αδιάκοπα (χωρίς διαλείμματα)