przystanek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | przystanek | przystanki |
γενική | przystanku | przystanków |
δοτική | przystankowi | przystankom |
αιτιατική | przystanek | przystanki |
οργανική | przystankiem | przystankami |
τοπική | przystanku | przystankach |
κλητική | przystanku | przystanki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- przystanek < ρήμα przystanąć
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pʃɨˈstãnɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]przystanek (pl) αρσενικό
- η στάση, το σημείο επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών