purely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | purely |
συγκριτικός | more purely |
υπερθετικός | most purely |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]purely (en)
- καθαρά, ξεκάθαρα, αμιγώς, μόνο και εντελώς
- ↪ My decision will depend purely on…
- Η απόφασή μου θα εξαρτηθεί καθαρά από…
- ↪ Our products are made up of purely eco-friendly materials.
- Τα προϊόντα μας παρασκευάζονται αμιγώς από οικολογικά υλικά.
- ↪ My decision will depend purely on…