rayon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rayon | rayons |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rayon (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- rayon < (κληρονομημένο) μέση γαλλική royon / rayon < παλαιά γαλλική raie (κηρήθρα) < προέλευσης από τη φραγκική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rayon (fr) αρσενικό
- η κηρήθρα
- το μέρος καταστήματος, πολυκαταστήματος
Πηγές[επεξεργασία]
- rayon - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γεωμετρία (γαλλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (γαλλικά)