rotule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rotule | rotules |
rotule (fr) θηλυκό
- (ανατομία) επιγονατίδα, το τριγωνικό οστό
- (τεχνολογία) άρθρωση αποτελούμενη από ένα σφαιρικό εξάρτημα που κινείται σε έναν στρογγυλό θάλαμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- être sur les rotules: είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι πτώμα, είμαι ψόφιος