scare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scare | scares |
scare (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | scare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scares |
αόριστος | scared |
παθητική μετοχή | scared |
ενεργητική μετοχή | scaring |
scare (en)
- (μεταβατικό) φοβίζω, τρομάζω, φοβάμαι
- ↪ I spoke to him like that to scare him.
- Του μίλησα έτσι για να φοβηθεί.
- ↪ I spoke to him like that to scare him.