scare
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scare | scares |
scare (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scares |
αόριστος | scared |
παθητική μετοχή | scared |
ενεργητική μετοχή | scaring |
scare (en)
- (μεταβατικό) φοβίζω, τρομάζω, φοβάμαι
- ⮡ I spoke to him like that to scare him.
- Του μίλησα έτσι για να φοβηθεί.
- ⮡ I spoke to him like that to scare him.