scopulus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- scopulus < αρχαία ελληνική σκόπελος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scopulus αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scopulus | scopulī |
γενική | scopulī | scopulōrum |
δοτική | scopulō | scopulīs |
αιτιατική | scopulum | scopulōs |
κλητική | scopule | scopulī |
αφαιρετική | scopulō | scopulīs |