se foutre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se foutre < foutre
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se foutre (fr) (pronominal: αντωνυμικό)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- je m'en fous - χέστηκα
- se foutre à l'eau - βουτώ
- se foutre de - ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω (→ δείτε τη λέξη s'en foutre)
- se foutre dedans - παγιδεύομαι, κάνω λάθος
- se foutre dessus - πλακώνομαι στο ξύλο
- se foutre en l'air - σκοτώνομαι
- se foutre par terre - πέφτω
- se foutre sur la gueule - πλακώνομαι στο ξύλο