senpoveco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpoveco | senpovecoj |
αιτιατική | senpovecon | senpovecojn |
senpoveco (eo)
- η αδυναμία