slice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slice (en)
- φέτα από κάτι, κομμάτι
- μερίδιο, μερίδα
- (προγραμματισμός) συνεχόμενο τμήμα ενός πίνακα (array) και κατ' επέκταση το τμήμα (substring) μιας συμβολοσειράς (string)
Ρήμα[επεξεργασία]
slice (en)
- κόβω, κόβω σε φέτες